φλοισβόπορος

φλοισβόπορος
-ον, Μ
(κυρίως μτφ.) ταραχώδης («φλοισβοπόρου βιότοιο», Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοῖσβος + -πορος (< πόρος), πρβλ. βαθύ-πορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”